ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Παρακάτω παρατίθενται κάποιες συχνές ερωτήσεις που ακούμε στο δικηγορικό μας γραφείο

Ο νόμος ορίζει ότι μπορεί να επιτευχθεί η εξαίρεση της κύριας κατοικίας του αιτούντος/οφειλέτη, δηλαδή ενός ακινήτου. Ωστόσο, κατά περίπτωση μπορεί να γίνει δεκτή η εξαίρεση και περισσοτέρων του ενός ακινήτων, εφόσον η ρευστοποίησή τους κρίνεται άνευ σημασίας και ότι δεν θα προσφέρει σημαντικά οικονομικά οφέλη στους πιστωτές/τράπεζες.

Όχι. Η προστασία που προσφέρει ο νόμος για την κύρια κατοικία του οφειλέτη αφορά σε ακίνητα που η αντικειμενική τους αξία είναι το πολύ ίση με το αφορολόγητο όριο για την απόκτηση της πρώτης κατοικίας, το οποίο σήμερα ανέρχεται σε 250.000 ευρώ, προσαυξημένο κατά 50%, δηλαδή 375.000 ευρώ (για τον ανύπαντρο, χωρίς τέκνα). Εφόσον όμως υπάρχουν τέκνα, το όριο αυτό αυξάνεται, με περαιτέρω προσαυξήσεις ανά τέκνο.

Ο νόμος, όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει ότι από τότε που κατατέθηκε η αίτηση στο αρμόδιο Δικαστήριο πρέπει να γίνονται καταβολές ίσες με το 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης ή σε κάθε περίπτωση ποσού 40 ευρώ. Ωστόσο, εάν έχετε αιτηθεί την χορήγηση περιόδου χάριτος και το εισόδημά σας είναι ανύπαρκτο δικαιολογούνται μηδενικές καταβολές προς τις τράπεζες, συνεπώς μπορείτε να αγνοείτε τις επιστολές των τραπεζών που κάνουν αναφορά για την υποχρέωσή σας προς καταβολή του 10%.

Προκειμένου να μην εκπέσετε από τη ρύθμιση που έχει ορίσει το Δικαστήριο και βρεθείτε και πάλι έρμαιο των τραπεζών, δεν θα πρέπει να παραλείψετε την καταβολή μέχρι και 4 δόσεων, είτε διαδοχικές είτε αθροιστικά.

Όταν υπάρχει μεταβολή των συνθηκών του αιτούντα/οφειλέτη μπορούμε με αυτοτελές αίτημα ζητάμε ασφαλιστικά μέτρα, δηλαδή την μεταρρύθμιση της απόφασης που έχει ήδη εκδοθεί, προκειμένου να γνωστοποιήσουμε στο δικαστήριο και τις τράπεζες την μεταβολή αυτή και την αδυναμία του, και να ζητήσουμε να βγει καινούρια απόφαση με δόσεις στις οποίες μπορεί να ανταποκριθεί.

Όχι. Η περιουσία στο σύνολό της (κινητή και ακίνητη) προστατεύεται ήδη από την στιγμή της κατάθεσης της αίτησης. Συνεπώς οποιαδήποτε ενέργεια των πιστωτών σε βάρος της περιουσίας σας είναι καταρχήν παράνομη.

Ο εγγυητής ευθύνεται όπως ακριβώς και ο πρωτοφειλέτης, συνεπώς οι τράπεζες μπορούν να κινηθούν κατά αυτού και της περιουσίας του και να απαιτήσουν τα οφειλόμενα. Εφόσον λοιπόν και ο εγγυητής αδυνατεί να πληρώνει κανονικά τις δόσεις του και έχει περιουσία θα πρέπει να ζητήσει την υπαγωγή του στο νόμο για να ρυθμίσει τις οφειλές που τον βαραίνουν και να προστατεύσει την περιουσία του.

Όχι. Στην αίτηση του νόμου για τα Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά και το σχέδιο ρύθμισης οφειλών μπορούν να ενταχθούν οι οφειλές προς πιστωτικά ιδρύματα ή και ιδιώτες (σε περιπτώσεις που υπάρχουν και αποδείξεις από τις οποίες προκύπτει το οφειλόμενο ποσό). Ωστόσο, αν αποδεικνύεται ότι υπάρχουν οφειλές και προς το Δημόσιο, προκύπτει και η γενικότερη αδυναμία πληρωμών του αιτούντα.

Καταρχήν όχι. Ωστόσο, έχει κριθεί ότι η επιχειρηματική δραστηριότητα δεν παραπέμπει οπωσδήποτε σε έμπορο, αλλά σε μικρέμπορο και στην περίπτωση αυτή, αρκετές φορές, έχει γίνει δεκτή η αίτηση. Επομένως ναι ο μικρέμπορος μπορεί να ενταχθεί.

Πρώτον, ήδη από την κατάθεση της αίτησης προστατεύεται η περιουσία του οφειλέτη, οπότε αυτό και μόνον είναι πολύ σημαντικό.
Δεύτερον, επιτυγχάνεται ρύθμιση των οφειλών και «κούρεμα» αυτών, διότι το δικαστήριο ορίζει καταβολές, άτοκες, για διάστημα το πολύ 5 ετών.
Τρίτον, διασώζεται η κύρια περιουσία του οφειλέτη με καταβολές σε βάθος χρόνων και συνολικό ποσό που αντιστοιχεί το πολύ μέχρι και το 80% της αντικειμενικής αξίας του διασωζόμενου ακινήτου. Στην ουσία όμως το κέρδος διαφαίνεται αν αναλογιστεί κανείς τι θα έπρεπε να έχει καταβάλει στην τράπεζα μέχρι το τέλος της δανειακής σχέσης, με τους τόκους που πολλές φορές είναι όσοι και το αρχικώς αναληφθέν κεφάλαιο, συμπεριλαμβανομένων δε και των τυχόν τόκων υπερημερίας που μπορεί να προκύψουν.